- πρωτοχαλαζίτης
- ο, Ν(πετρογρ.) ιζηματογενές πέτρωμα που περιέχει σε ποσοστό 75%-95% τεμαχίδια χαλαζία μεγέθους άμμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. protoquartzite (< πρωτ[ο]-* + quartzite «χαλαζίτης»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.